Η παρούσα έκθεση βασίζεται στις συνεντεύξεις 42 000 γυναικών από τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Καταδεικνύει ότι η βία κατά των γυναικών, και ειδικά η βία λόγω φύλου που επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες, αποτελεί σοβαρή παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων την οποία η ΕΕ δεν μπορεί να αγνοεί.
Η έρευνα ρώτησε γυναίκες σχετικά με τις εμπειρίες σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής βίας που μπορεί να έχουν βιώσει, συμπεριλαμβανομένων των περιστατικών βίας από στενό σύντροφο («ενδοοικογενειακή βία»), καθώς και σχετικά με την παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking), τη σεξουαλική παρενόχληση και τον ρόλο των νέων τεχνολογιών στις εμπειρίες κακοποίησης των γυναικών. Επιπροσθέτως, απηύθυνε ερωτήσεις σχετικά με εμπειρίες βίας που μπορεί να είχαν βιώσει κατά την παιδική ηλικία.
Αυτό που προκύπτει είναι μια εικόνα εκτεταμένης κακοποίησης η οποία επηρεάζει τις ζωές πολλών γυναικών, αλλά, συστηματικά, δεν καταγγέλλεται στις αρχές. Για παράδειγμα, μία στις 10 γυναίκες έχει υποστεί κάποια μορφή βίας από την ηλικία των 15 ετών και άνω, ενώ μία στις 20 έχει πέσει θύμα βιασμού. Μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική και/ή σεξουαλική βία από νυν ή τέως σύντροφο, και μία στις 10 γυναίκες δηλώνει ότι βίωσε κάποια μορφή σεξουαλικής βίας από ενήλικα πριν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της. Ωστόσο, μόλις 14 % των γυναικών κατήγγειλαν στην αστυνομία το πιο σοβαρό περιστατικό βίας από στενό σύντροφο, ενώ 13 % κατήγγειλαν στην αστυνομία το πιο σοβαρό περιστατικό βίας από μη σύντροφο.
Τα τελευταία χρόνια έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα αιτήματα για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με τη βία κατά των γυναικών από διάφορους φορείς, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων προεδριών του Συμβουλίου της ΕΕ, της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών, και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της παρούσας έκθεσης, είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών με βάση στοιχεία για τις 28 χώρες μέλη της ΕΕ.
Οι μελλοντικές πολιτικές της ΕΕ για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα ευρήματα της έρευνας προκειμένου να αντιμετωπίσουν βασικά θέματα που συνδέονται με τη βία κατά των
γυναικών.
γυναικών.
Τα αποτελέσματα της έρευνας προσφέρουν επίσης πειστικά επιχειρήματα για την επικύρωση από τα κράτη μέλη της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) και για τη διερεύνηση από την ΕΕ της δυνατότητας προσχώρησης στη σύμβαση.
Τα ευρήματα αναδεικνύουν περαιτέρω την ανάγκη να διασφαλιστεί η εφαρμογή των ήδη θεσπισμένων μέτρων της ΕΕ για τα θύματα της εγκληματικότητας, κυρίως μέσω της σχετικής οδηγίας της ΕΕ. Υπογραμμίζουν επίσης τη σημασία της νομοθεσίας και των πολιτικών της ΕΕ που στοχεύουν άμεσα στην αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, όπως η ευρωπαϊκή εντολή προστασίας και ο κανονισμός για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις, που πρέπει να εφαρμοστούν και στην πράξη για να έχουν αποτέλεσμα.
Σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών σε επίπεδο θεσμικών οργάνων και κρατών μελών της ΕΕ, δράση για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών πρέπει να αναληφθεί και από άλλους, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των εργοδοτών, του ιατρικού προσωπικού και των φορέων παροχής υπηρεσιών διαδικτύου. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή πολλές γυναίκες δεν καταγγέλλουν τις εμπειρίες κακοποίησής τους στις αρχές, με αποτέλεσμα να αποσιωπάται η πλειονότητα των περιστατικών βίας κατά των γυναικών και, ως εκ τούτου, οι δράστες να παραμένουν ασύλληπτοι. Χρειάζεται, επομένως, να διερευνηθούν περισσότερο διαφορετικοί τρόποι για την ανάδειξη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών.
Με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τα αναγκαία επακόλουθα μέτρα από πολιτικούς και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι γυναίκες που έχουν πέσει θύματα βίας και παρέμειναν σιωπηλές μπορεί να βρουν το θάρρος να μιλήσουν. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εκείνες τις χώρες και κοινωνικές ομάδες όπου δεν συνηθίζεται ακόμη η ανοιχτή συζήτηση για τις προσωπικές εμπειρίες βίας, όπου τα ποσοστά γυναικών που καταγγέλλουν περιστατικά στις αρχές είναι χαμηλά και όπου η βία κατά των γυναικών δεν έχει αναδειχθεί σε βασικό πολιτικό θέμα.
Συνοψίζοντας, η παρούσα έκθεση παρουσιάζει τα πρώτα αποτελέσματα της πιο ολοκληρωμένης έως σήμερα έρευνας σε επίπεδο ΕΕ (και παγκοσμίως) με αντικείμενο τις διαφορετικές εμπειρίες βίας των γυναικών. Ευελπιστούμε ότι τα ευρήματα της έρευνας —που είναι διαθέσιμα μέσω ειδικού διαδικτυακού εργαλείου αναζήτησης δεδομένων— θα κινητοποιήσουν εκείνους τους ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες, οι οποίοι είναι σε θέση να υποστηρίξουν και να προωθήσουν αλλαγές με στόχο την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών.
Τέλος, τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση δεν θα ήταν εφικτά χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών στην έρευνα, των γυναικών που διέθεσαν χρόνο για να μιλήσουν για πολύ προσωπικές και επώδυνες εμπειρίες. Για πολλές από αυτές, ήταν η πρώτη φορά που μιλούσαν για την κακοποίηση που είχαν υποστεί και ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) επιθυμεί να τις ευχαριστήσει.